- πίστις
- ἡ πίστις, εως 1. залог верности, ручательство; 2. верность, доверие; 3. вера, верование (ср. лат. fides)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πίστις — πίστῑς , πίστις trust fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πίστις trust fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίστις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συνεορτάζεται με τις αγίες που έχουν το όνομα Ελπίς, Αγάπη και Σοφία γιατί μαρτύρησαν μαζί. Καταγόταν από την Ιταλία. Οι μεν Πίστις και η Αγάπη μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό σε ηλικία δώδεκα και εννιά χρονών… … Dictionary of Greek
πίστεις — πίστις trust fem nom/voc pl (attic epic) πίστις trust fem nom/acc pl (attic) πίστις trust fem acc pl (attic ionic) πίστις trust fem nom pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστει — πίστις trust fem nom/voc/acc dual (attic epic) πίστεϊ , πίστις trust fem dat sg (epic ionic) πίστις trust fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστι — πίστις trust fem voc sg πίστῑ , πίστις trust fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστιες — πίστις trust fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) πίστις trust fem nom pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστεος — πίστις trust fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστεσι — πίστις trust fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστεσιν — πίστις trust fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστιν — πίστις trust fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστιος — πίστις trust fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)